εμπειροτέχνης

εμπειροτέχνης
ο , εμπειροτέχνις (-ιδος) η знаток, специалист, -ка, эксперт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εμπειροτέχνης" в других словарях:

  • εμπειροτέχνης — ο (θηλ. εμπειροτέχνις, η) αυτός που εξαιτίας τής πείρας του σε κάποιον τομέα μπορεί να εκφέρει έγκυρη άποψη …   Dictionary of Greek

  • εμπειροτέχνης — ο θηλ. ισσα που μπορεί να έχει έγκυρη γνώμη σε κάτι εξαιτίας της πείρας του σ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οινολόγος — ο, η ειδικός χημικός επιστήμονας ή εμπειροτέχνης που ασχολείται με την οινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oenologiste (< οἶνος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»